- εικοσάρης, -α, -ικο
- που έχει ηλικία είκοσι ετών (πρβλ. τριαντάρης, πενηντάρης κτλ.), εικοσάχρονος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.